ἀντιτιθεμένη

ἀντιτιθεμένη
ἀντιτίθημι
set against
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αχρείος — α, ο (AM ἀχρεῑος, α, ον) άχρηστος, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος μσν. νεοελλ. αισχρός, φαύλος μσν. άσχημος αρχ. 1. ακατάλληλος, ανίκανος για κάτι 2. ανίκανος για μάχη, απόλεμος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀχρεῑον χωρίς λόγο, χωρίς αιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • δεκτικότητα — η 1. η ιδιότητα τού δεκτικού, η επιδεκτικότητα («η δεκτικότητα τού οργανισμού») 2. (φιλοσ.) η παθητικότητα κατά τη γνώση: η δεκτικότητα είναι ευαισθησία αντιτιθέμενη, κατά τον Καντ, στο αυθόρμητο τής κατανοήσεως 3. (ψυχολ.) «κατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Λόπεθ ντε Αγιάλα, Πέρο — (Pero Lopez de Ayala, Βιτόρια 1332 – Καλαόρα 1407). Ισπανός ποιητής και χρονογράφος. Οι ταραχώδεις συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα του στο διάστημα της βασιλείας των πρώτων Τρασταμάρα, ώθησαν τον Λ. ντε Α. στην ενεργό πολιτική δράση. Το… …   Dictionary of Greek

  • οδοντιατρική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των δοντιών και τη θεραπεία τους. Η ο. ασκούσαν με επιτηδειότητα στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου· μερικές προθέσεις δοντιών καλής κατασκευής βρέθηκαν σε τάφους Φοινίκων και Ετρούσκων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”